ὀρύγματος

ὀρύγματος
ὄρυγμα
excavation
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… …   Dictionary of Greek

  • εκχωματώνω — και εκχωματώ ( όω) αφαιρώ, αποσύρω χώμα με εκσκαφή για ισοπέδωση ή κατασκευή τάφρου, ορύγματος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • παρορύσσω — και παρορύττω Α [ορύσσω] 1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο 2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος …   Dictionary of Greek

  • πενθημιπόδιος — ία, ον, Α (για το βάθος ορύγματος) αυτός που αποτελείται από πέντε ημιπόδια, δηλ. από δυόμισυ πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιπόδιον] …   Dictionary of Greek

  • πλινθεύω — Α [πλίνθος] 1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», Ηρόδ.) 2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ 3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους 3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • υποσχισμός — ὁ, Α [ὑποσχίζω] σκάψιμο γης, διάνοιξη ορύγματος …   Dictionary of Greek

  • Πιερ-Σεν-Μαρτέν — (Pierre Saint Martin). Καρστική άβυσσος στα Δυτικά Πυρηναία, στα σύνορα Γαλλίας και Ισπανίας. Έχει βάθος 1.340 μ. (ή κατ’ άλλους 1.771 μ.) και είναι η πιο βαθιά στον κόσμο. Σχηματίστηκε σε ασβεστολιθικά στρώματα. Αποτελείται από ένα κατακόρυφο… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”